- ὀργιάζει
- ὀργιάζωcelebratepres ind mp 2nd sgὀργιάζωcelebratepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλιοκαπηλία — η η παράνομη έκδοση και διακίνηση βιβλίων: Η βιβλιοκαπηλία ανήθικων αναγνωσμάτων οργιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οργιάζω — οργίασα 1. στους αρχαίους, τελώ θρησκευτικά όργια (βλ. λ.). 2. κάνω ακολασίες, ανηθικότητες, όργια: Οργιάζει η συναλλαγή και η παρανομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)